- σύληση
- ηαρπαγή κυρίως ιερών πραγμάτων, λεηλασία: Η σύληση των ναών από τους κατακτητές προκάλεσε την αγανάκτηση όλου του πολιτισμένου κόσμου.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
σύληση — η / σύλησις, ήσεως, ΝΑ [συλῶ] διαρπαγή αντικειμένων που ανήκουν σε άλλον ή σε άλλους, λαφυραγωγία νεοελλ. 1. κλοπή ιερών πραγμάτων, ιδίως εκκλησιαστικών σκευών 2. φρ. «σύληση νεκροῡ» (νομ.) παραβίαση τάφου και, με σκοπό τον πλουτισμό, αφαίρεση… … Dictionary of Greek
συλήσῃ — συλήσηι , σύλησις spoiling fem dat sg (epic) σῡλήσῃ , συλάω strip off aor subj mid 2nd sg (attic ionic) σῡλήσῃ , συλάω strip off aor subj act 3rd sg (attic ionic) σῡλήσῃ , συλάω strip off fut ind mid 2nd sg (attic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τυμβωρυχία — η, ΝΜΑ [τυμβωρύχος] ανόρυξη τάφου με σκοπό τη σύληση του, τη διαρπαγή τών κτερισμάτων νεοελλ. (ποιν. δίκ.) το άνοιγμα τάφου και η σύληση τού νεκρού, δηλαδή η αφαίρεση θαμμένων μαζί του κινητών πραγμάτων, με σκοπό την παράνομη περιουσιακή ωφέλεια… … Dictionary of Greek
διαρπαγή — η (AM διαρπαγή) 1. λεηλασία, λαφυραγώγηοη, σύληση 2. βίαιη κατάληψη πράγματος με σκοπό την ιδιοποίησή του … Dictionary of Greek
ιεροσύληση — η (Α ἱεροσύλησις) [ιεροσυλώ] (πιθ. εσφ. γρ.) ιεροσυλία, σύληση ναού, διαρπαγή ή κλοπή ιερών αντικειμένων τού ναού … Dictionary of Greek
νεκροσυλία — η (Α νεκροσυλία) σύληση τού νεκρού, λαθραία αφαίρεση τών αντικειμένων που έχουν ταφεί μαζί με τον νεκρό. [ΕΤΥΜΟΛ. < νεκρ(ο) * + συλία (< συλος < συλῶ «αρπάζω, λεηλατώ»), πρβλ. θεο συλία, ιερο συλία] … Dictionary of Greek
παρασυλώ — άω, Μ διαπράττω σύληση, αφαιρώ παρανόμως κάτι, διαρπάζω, απογυμνώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + συλῶ «λεηλατώ»] … Dictionary of Greek
περισυλώ — άω, Α 1. αφαιρώ κάτι ολόγυρα, αφαιρώ τελείως 2. απογυμνώνω κάποιον ή κάτι από όλα ὁσα είχε επάνω του 3. κλέβω, αρπάζω 4. (κυρίως σχετικά με νεκρούς) κλέβω ὁ,τι πολύτιμο έχει, διενεργώ πλήρη σύληση. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + συλῶ «αφαιρώ,… … Dictionary of Greek
προσυλώ — άω, Α (συν. το παθ.) προσυλῶμαι, άομαι υφίσταμαι σύληση, λεηλατούμαι προηγουμένως («ἀλλὰ καὶ τῶν προσυληθέντων ἐπὶ... Τιβερίου», Δίων Κάσσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + συλῶ «σκυλεύω, λεηλατώ»] … Dictionary of Greek
συλήτειρα — ἡ, Α αυτή που διαπράττει σύληση ξένων αντικειμένων. [ΕΤΥΜΟΛ. < συλῶ + επίθημα τειρα (πρβλ. υμνή τειρα)] … Dictionary of Greek